- σιαλόρροια
- η, Νιατρ. παθολογική υπερέκκριση σάλιου, που μπορεί να παρατηρηθεί σε παθήσεις γειτονικών με τους σιαλογόνους αδένες οργάνων, σε παθήσεις τού οισοφάγου, σε ορισμένες δηλητηριάσεις, σε ορισμένες νευρικές βλάβες, στη διάρκεια τής εγκυμοσύνης ή και χωρίς εμφανές αίτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sialorrh(o)ea < σίαλον «σάλιο» + ῥοῖα «ροή». Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.